άθυρμα

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

το (Α ἄθυρμα)
νεοελλ.
1. παιδικό παιχνίδι
2. αυτός που άγεται και φέρεται σαν παιχνίδι, άβουλο όργανο, ανδρείκελο, έρμαιο
αρχ.
1. τέρψη, χαρά
2. στον πληθ. τὰ ἀθύρματα
κοσμήματα, στολίδια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω»].