άμοιρος

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμοιρος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει καλή μοίρα, δύσμοιρος, άτυχος, δυστυχής
2. (με γενική) αυτός που δεν μετέχει σε κάτι ή στερείται κάτι
αρχ.
ο απαλλαγμένος από κάτι κακό
«ἄμοιρος ὕβρεως».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μοῖρα.
ΠΑΡ. αμοιρέω, αμοιρία].