άπωθεν

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

ἄπωθεν επίρρ. (Α)
1. από μακριά ή μακριά
2. μακριά από κάποιον ή κάτι
3. οἱ ἄπωθεν
οι ξένοι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < από. Το ω του τύπου εξηγείται κατ' αναλογία είτε προς το πόρρωθεν είτε προς τα απωτέρω, απωτάτω, που χρησιμοποιούνται ως συγκριτικός και υπερθετικός αντιστοίχως του άπωθεν].