άφλογος

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄφλογος, -ον)
ο δίχως φλόγα ή φλόγες.