ἄφλογος
From LSJ
English (LSJ)
ἄφλογον, (φλόξ) without flame or fire, Lyc.36.
Spanish (DGE)
-ον
1 falto de llamas ἀφλόγοις ἐπ' ἐσχάραις Lyc.36.
2 adv. -ως sin llamas πιμπρῶσαν ἐμοῦ καρδίαν ἀ. Tz.Eq.72 (p.103.22).
German (Pape)
[Seite 413] ἐσχάρα, ohne Feuer, Lycophr. 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφλογος: -ον, (φλόξ) ὁ ἄνευ φλογός, Λυκόφρ. 36. ― Ἐπίρρ. -γως Τζέτζ.