έισος

From LSJ

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136

Greek Monolingual

ἔϊσος, -η, -ον (Α)
1. ίσος, όμοιος
2. (για πλοίο) ισορροπημένος, σύμμετρος, καλοζυγισμένος
3. (για ασπίδα) στρογγυλή
4. (για νου) φρόνιμος, δίκαιος, σωστός.