έκτος
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἕκτος, -η, -ον)
(τακτ. αριθμ.)
αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό έξι
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το έκτο
ένα από τα έξι ίσα μέρη ενός συνόλου
2. (το ουδ. ως επίρρ.) το έκτο
κατά την έκτη σειρά ή για έκτη φορά
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕκτος
μήνας τών Φωκέων που αντιστοιχούσε με τον Θεοξένιο τών Δελφών. (Για το θηλ. έκτη ως ουσ. βλ. έκτη).