έλωρ

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Greek Monolingual

ἕλωρ, το (Α)
1. αυτός που αρπάζεται με τη βία, λάφυρο, λεία
2. στον πληθ. φόνος, θάνατος.