έμφυλλος

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἔμφυλλος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει φύλλα, ο γεμάτος με φύλλα, φυλλοφόρος, φυλλώδης.