έπταχα

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

ἕπταχα (Α)
επίρρ. σε επτά μέρη («τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διεμοιρᾱτο», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αναλογικός σχηματισμός κατά το πρότυπο του δί-χα].