ίαμνοι

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

ἴαμνοι και ἰαμνοί, οἱ (Α)
ειαμεναί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. ιαμεναί].