ίσαμε

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

(Μ ἴσαμε)
επίρρ. (για τόπο ή χρόνο) α) έως, μέχρι (i. «κι άδειος ο δρόμος πέρα, ίσα με πέρα», Πορφύρ.
ii. «ἱσαμε αύριο»)
β) ώσπου («ἱσαμε να τον δω, έφυγε)
2. (σε σύγκριση) σαν (α. «η πέτρα ήταν ίσαμε ένα αβγό» β. «αυτός είναι ίσαμε τον αδελφό μου»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίρρ. ἴσα + πρόθ. με].