ίωση

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual


ιατρ. ασθένεια που προκαλείται από έναν ή περισσότερους ιούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. virose < virus < λατ. virus «δηλητήριο». Ο τ. ίωση σχηματίστηκε από τη λ. ιός «δηλητήριο» και την κατάλ. -ωση, χαρακτηριστική ονομασιών νόσων (πρβλ. λόρδ-ωση, νεύρ-ωση, ψύχ-ωση)].