Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αΐδρυτος

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

Greek Monolingual

ἀΐδρυτος και ἀνίδρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος, άνεστιος
2. ασταθής, μεταβαλλόμενος, άστατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < (ν)- στερητ. + ἱδρύω.