αβυσσώδης

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

-ες άβυσσος
1. αυτός που μοιάζει με άβυσσο
2. ο γεμάτος χάσματα.