αγκομαχώ
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
Greek Monolingual
(-άω)
1. αναπνέω με δυσκολία, λαχανιάζω, ασθμαίνω
2. ψυχομαχώ
3. αναστενάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκώνω + παραγ. κατάληξη -μαχώ.
ΠΑΡ. αγκομάχημα, αγκομαχητό].