επιθανάτιος
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
Greek Monolingual
ἐπιθανάτιος, -α, -ο (AM ἐπιθανάτιος, -ον) επιθάνατος
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ετοιμοθάνατο (α. «επιθανάτιος ρόγχος» β. «επιθανάτια αγωνία»)
αρχ.-μσν.
επικήδειος, νεκρικός («μέλος ἐπιθανάτιον»)
μσν.
φρ. «ἐπιθανάτιον γράμμα» — η διαθήκη
αρχ.
1. ο καταδικασμένος σε θάνατο
2. θανατηφόρος.