αγνωμονώ

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source

Greek Monolingual

(Α ἀγνωμονῶ -έω) ἀγνώμων
είμαι αγνώμων, αχάριστος, συμπεριφέρομαι άσπλαχνα ή άδικα σε κάποιον
αρχ.
παθ. μέ μεταχειρίζονται άσχημα, μού συμπεριφέρονται άδικα ή απρεπώς.