αγνώριστος

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀγνώριστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει αλλοιωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην είναι δυνατόν να αναγνωριστεί
αρχ.
άγνωστος, ανεξακρίβωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + γνωρίζω.
ΠΑΡ. αγνωρισιά].