αγριελίτσα

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

και αγριλίτσα, η
το αγριελάκι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ υποκορ. του αγριελιά].