αγριογούρουνο

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monolingual

το
1. κοινή ονομασία του αγριόχοιρου
2. (υβριστικά για πρόσωπα) πρόστυχος, χυδαίος.