αγριοπρόσωπος

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
άγριος στην όψη, αγριόμορφος.