αγριοπρόσωπος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
-η, -ο
άγριος στην όψη, αγριόμορφος.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
-η, -ο
άγριος στην όψη, αγριόμορφος.