γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
-η και -ια, -οο λίγο άγριος, αγριωπός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγρια + υποκορ. κατάληξη -ούτσικος].