αδιαφώτιστος

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

-η, -ο διαφωτίζω
1. αυτός που δεν διαφωτίστηκε για κάτι, απληροφόρητος, μη ενήμερος
2. ό,τι δεν διαφωτίστηκε, δεν διευκρινίστηκε, δεν αποσαφηνίστηκε.