αδράλα
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
Greek Monolingual
η
συνήθως στον πληθ. οι αδράλες
μικρές και σκληρές πέτρες διασπαρμένες στους αγρούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. από το ουσιαστικοποιημένο επίθετο αδρός, μέσω του μεταβατικού τύπου αδράλι.
ΣΥΝΘ. αδραλότοπος].