αδρανοποιώ

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

κάνω κάποιον (ή κάτι) αδρανή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδρανής + ποιώ].