αεριαγωγός

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

ο τεχνολ.
αγωγός μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου ή άλλου αερίου καυσίμου. Οι αεριαγωγοί κατασκευάζονται σήμερα από χάλυβα, αντί του μολύβδου που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα.