αεριτζίδικος

Greek Monolingual

-η, -ο αεριτζής
εκείνος που γίνεται από αεριτζή ή με τον τρόπο αεριτζή, εκείνος δηλαδή που γίνεται με «αέρα», με απάτη, ο εικονικός, ο ψεύτικος.