αεριτζής
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
Greek Monolingual
ο (θηλ. -ού και -ίνα)
1. εκείνος που συμμετέχει σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικό κεφάλαιο, εκείνος δηλαδή που αμείβεται με «αέρα»
2. (ειδικότ.) εκείνος που παίζει με «αέρα» (προσυμφωνημένη αμοιβή ή ποσοστά επί τών κερδών), που κερδοσκοπεί δηλαδή χωρίς προσωπικό κεφάλαιο στο χρηματιστήριο
3. αυτός που εικονικά παίρνει μέρος σε χαρτοπαικτικό παιχνίδι για να παρασύρει και άλλους, αμείβεται δε γι’ αυτή την εξυπηρέτηση από τη λέσχη (αλλ. αβανταδόρος ή μιτζαδόρος).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + παραγ. κατάλ. -ιτζής.
ΠΑΡ. αεριτζίδικος].