Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
ἀεροφυής, -ές (Α)
αυτός που φύτρωσε, που γεννήθηκε από τον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀὴρ + -φυὴς < φυὴ (= φυσική διάπλαση του σώματος του ανθρώπου, η «φύση», το «φυσικό» του)].