αετμόν

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

ἀετμόν, το (Α)
κατά τον Ησύχιο, «τὸ πνεῦμα».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ πιθ. < ρίζα aFe- του ἄημι, «φυσώ, πνέω», πρβλ. και ἀτμός].