αετμόν

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek Monolingual

ἀετμόν, το (Α)
κατά τον Ησύχιο, «τὸ πνεῦμα».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ πιθ. < ρίζα aFe- του ἄημι, «φυσώ, πνέω», πρβλ. και ἀτμός].