τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
-η, -ο
1. αυτός που δεν ζυμώθηκε καθόλου, ο μη ζυμωμένος ή αυτός που δεν ζυμώθηκε αρκετά, ο κακοζυμωμένος
2. αυτός που δεν ζύμωσε
3. (για υγρά) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + ζυμωτός < ζυμώνω.
ΠΑΡ. αζυμωσιά].