αθέσφατος
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
Greek Monolingual
-ον θέσφατος
1. (για πράγματα και καταστάσεις) ο τόσο εκπληκτικός, που ούτε θεός μπορεί να τον περιγράψει, ανείπωτος, απερίγραπτος
2. (για ποσότητες ή διαστάσεις) πολύς, άφθονος, πελώριος.