αθαρσής

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Greek Monolingual

ἀθαρσής, -ές (Α)
1. αυτός που έχασε το θάρρος του, που πτοήθηκε, αποθαρρυμένος, αποκαρδιωμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀθαρσές
έλλειψη θάρρους, δειλία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + θάρσος.
ΠΑΡ. αθαρσέω].