αιδοιικός

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰδοιικός, -ή, -όν) αἰδοῖον
αυτός που αναφέρεται στο αιδοίο ή στα αιδοία
«αιδοιική χώρα», το μέρος του σώματος όπου το αιδοίο.