αιδοιοκολπικός

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στο αιδοίο και τον κόλπο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιδοίο + κολπικός].