κολπικός

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ανατ. α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόλπο της γυναίκας («κολπική εξέταση»)
β) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραρρινικό κόλπο
2. (ιατρ. -φυσιολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κόλπους της καρδιάς («κολπική μαρμαρυγή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπος. Η λ. ως όρος της ανατομίας που αναφέρεται στον κόλπο της γυναίκας είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. vaginal. Η λ. ως όρος της ωτορινολαρυγγολογίας είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sinusal, ενώ ως όρος της φυσιολογίας που αναφέρεται στους κόλπους της καρδιάς είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. auricular].