αιδόφρων

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source

Greek Monolingual

αἰδόφρων, (-ονος), -ον (Α)
1. αυτός που δείχνει σεβασμό προς κάποιον
2. πράος, ευσπλαχνικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰδὼς + -φρων < φρήν.