ξαστερώνω
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
και ξεστερώνω ξάστερος
1. (για τον ουρανό) γίνομαι αίθριος και έναστρος, αιθριάζω
2. γίνομαι διαυγής, ξάστερος, καθαρός.