αιματογενής

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

-ές
αυτός που γεννιέται ή αναπτύσσεται στο αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίμα, -ατος + -γενής < γίγνομαι.