αἱματολοιχός
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
English (LSJ)
αἱματολοιχόν, (λείχω) licking blood: ἔρως αἱ. thirst for blood, A.Ag.1478 (lyr.).
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτολοιχός) -όν
que chupa la sangre ἔρως αἱ. ansia de sangre A.A.1477.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui lèche le sang.
Étymologie: αἷμα, λείχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱματολοιχός -όν αἷμα, λείχω lett. die bloed likt, alleen overdr.: ἔρως αἱματολοιχός bloeddorstig verlangen Aeschl. Ag. 1478.
German (Pape)
ἔρως, blutleckend, Aesch. Ag. 1457.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτολοιχός: лижущий кровь, алчущий крови (ἔρως Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτολοιχός: -όν, (λείχω) ὁ λείχων αἷμα, ἔρως αἱμ. = ἐπιθυμία σφοδρὰ ὅπως λείξῃ τις αἷμα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1478 (λυρ.).
Greek Monotonic
αἱμᾰτολοιχός: -όν (λείχω), αυτός που γλείφει το αίμα· ἔρως αἱματολοιχός, δίψα για αίμα, σφοδρή επιθυμία για γλείψιμο αίματος (αυτήν που έχει ο αιμοδιψής, ο αιμοχαρής), σε Αισχύλ.