αιμάτινος

From LSJ

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521

Greek Monolingual

-η, -ο (Α αἱμάτινος, -ίνη, -ινον) αἷμα
αυτός που αποτελείται από αίμα, ο αιματώδης
μσν.- νεοελλ.
αιματηρός, οδυνηρός («αιμάτινα δάκρυα»)
αρχ.
(για το γυαλί) αιματόχρωμος, κόκκινος.