αιρόσιτα

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek Monolingual

τα
οι άχρηστες ουσίες και κυρίως η αίρα, που αποχωρίζονται από το σιτάρι με το κοσκίνισμα, τα αποκοσκινίδια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίρα + σίτος].