αιφνιδιαστικός
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
Greek Monolingual
-ή, -ό αιφνιδιάζω
1. αυτός που συμβαίνει απροσδόκητα, που γίνεται με αιφνιδιασμό
2. αυτός που αναφέρεται σε αιφνιδιασμό.
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
-ή, -ό αιφνιδιάζω
1. αυτός που συμβαίνει απροσδόκητα, που γίνεται με αιφνιδιασμό
2. αυτός που αναφέρεται σε αιφνιδιασμό.