αιφνιδιαστικός

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

-ή, -ό αιφνιδιάζω
1. αυτός που συμβαίνει απροσδόκητα, που γίνεται με αιφνιδιασμό
2. αυτός που αναφέρεται σε αιφνιδιασμό.