Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
-ή, -ό αιφνιδιάζω1. αυτός που συμβαίνει απροσδόκητα, που γίνεται με αιφνιδιασμό2. αυτός που αναφέρεται σε αιφνιδιασμό.