αιφνιδιάζω
From LSJ
Greek Monolingual
(Μ αἰφνιδιάζω)
1. ενεργώ αιφνιδιαστικά, κάνω αιφνιδιασμό, καταλαμβάνω εξ απροόπτου (ιδίως για στρατιωτική ενέργεια).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιφνίδιος.
ΠΑΡ. μσν. αἰφνιδιασμός
νεοελλ.
αιφνιδιαστικός].
(Μ αἰφνιδιάζω)
1. ενεργώ αιφνιδιαστικά, κάνω αιφνιδιασμό, καταλαμβάνω εξ απροόπτου (ιδίως για στρατιωτική ενέργεια).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιφνίδιος.
ΠΑΡ. μσν. αἰφνιδιασμός
νεοελλ.
αιφνιδιαστικός].