αιφνιδιάζω

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

αἰφνιδιάζω)
1. ενεργώ αιφνιδιαστικά, κάνω αιφνιδιασμό, καταλαμβάνω εξ απροόπτου (ιδίως για στρατιωτική ενέργεια).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιφνίδιος.
ΠΑΡ. μσν. αἰφνιδιασμός
νεοελλ.
αιφνιδιαστικός].