ακαδημαϊσμός

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

Greek Monolingual

ο (Καλ. Τεχν.) όρος που χαρακτηρίζει ένα έργο ή μια μορφή τέχνης χωρίς πρωτοτυπία, που επιζητεί να ικανοποιήσει βάσει τών επίσημων, καθιερωμένων τύπων σε βάρος της φαντασίας.