ακαλλής

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

ἀκαλλὴς (-οῦς), -ὲς (Α)
χωρίς κάλλος, άσχημος
«ἀκαλλὴς γυνή», «ἀκαλλὴς καὶ ἄμορφος εἰκών».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -καλλὴς < κάλλος.