Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακανθοφόρος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

-ο(ν) (Α ἀκανθοφόρος)
1. (για ζώα και φυτά) αυτός που έχει επάνω του αγκάθια
«ἀκανθοφόρος ἐχῖνος» (Νόννος, Δίον. 13, 421)
2. (αγρός) όπου φυτρώνουν αγκάθια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκανθα + -φόρος < φέρω.
ΠΑΡ. ακανθοφορώ].