ακαρύκευτος
From LSJ
Χρυσὸς δ' ἀνοίγει πάντα κἂν ᾍδου (κἀίδου) (καὶ χαλκᾶς) πύλας → Aurum omnia aperit, inferûm portas quoque → Gold öffnet jedes Tor sogar der Unterwelt | Gold öffnet alles, jedes Tor sogar aus Erz
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκαρύκευτος, -ον) καρυκεύω
1. αυτός που δεν έχει καρυκεύματα (για φαγητά που δεν έχουν μπαχαρικά και μυρωδικά)
2. μτφ. ο άνοστος, ο στεγνός: «λόγος ἀκαρύκευτος».