ακριδοκτόνος

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

-ο
αυτός που εξοντώνει τις ακρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρίδα + -κτόνος < κτείνω.